Όγκοι βάσης κρανίου
Ακουστικό Νευρίνωμα
Τα ακουστικά νευρινώματα θεωρούνται από πολλούς χειρουργούς ως από τους πλέον δύσκολα αφαιρέσιμους όγκους του εγκεφάλου χωρίς πρόκληση δυσλειτουργίας. Η επιτυχής αφαίρεση θεωρείται ως νευροχειρουργικό επίτευγμα. Από τον καιρό που ο Sir Charles Balance πρώτος αφαίρεσε επιτυχώς ακουστικό νεύρωμα το 1894, οι χειρουργικές τεχνικές συνεχώς βελτιώνονται προς μείωση των ποσοστών νοσηρότητας και θνητότητας των ασθενών. Κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα επήλθαν τεράστιες αλλαγές στην χειρουργική ακουστικού νευρώματος και η εστίασή της έχει μετατοπιστεί από την παράταση της ζωής στην διατήρηση της λειτουργίας των κρανιακών νεύρων.
Κατά τα τελευταία χρόνια, με την πρόοδο στην ενδοεγχειρητική παρακολούθηση των κρανιακών νεύρων, σημαντική προσπάθεια έχει αφιερωθεί στη διατήρηση της λειτουργίας τόσο του προσωπικού όσο και του κοχλιακού νεύρου. Η απώλεια της λειτουργίας του προσωπικού νεύρου είναι μια κατάσταση αναπηρίας που έχει και ψυχολογικό αντίκτυπο. Σύμφωνα με την Ένωση για το Ακουστικό Νεύρωμα, η δυσλειτουργία του προσωπικού νεύρου παραμένει η υπ’ αριθμόν ένα ανησυχία για τους ασθενείς που υποβάλλονται σε εγχείρηση στην γεφυροπαρεγκεφαλιδική γωνία. Δεδομένων των λειτουργικών και ψυχολογικών επιπτώσεων της δυσλειτουργίας του προσωπικού νεύρου, είναι σημαντικό να προσδιοριστούν περιεγχειρητικοί παράγοντες που επηρεάζουν την έκβαση στο προσωπικό νεύρο.
Η προσέγγισή μας στο θέμα της θεραπείας εμπεριέχει ομάδα πολλαπλών ειδικοτήτων, περιλαμβανομένης μικροχειρουργικής ή/και ακτινοχειρουργικής.
Αδενώματα της Υποφύσεως
Εισαγωγή στον αδένα της υποφύσεως:
Η υπόφυση είναι ένας ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται εντός ενός κοιλώματος στη βάση του κρανίου που ονομάζεται τουρκικό εφίππιο. Αποτελείται από εκκριτικά κύτταρα που εκκρίνουν ορμόνες, που είναι υπεύθυνες για πολλές σύνθετες λειτουργίες του σώματος. Υπάρχουν δύο «λοβοί» της υπόφυσης, ο πρόσθιος και ο οπίσθιος λοβός, και καθένας απελευθερώνει ειδικές ορμόνες στα αιμοφόρα αγγεία που περιβάλλουν τον αδένα. Το αίμα στη συνέχεια μεταφέρει τις ορμόνες σε διάφορα όργανα τελεστές που βρίσκονται σε απομακρυσμένες θέσεις σε όλο το σώμα. Ο υποθάλαμος, ο οποίος διατηρεί το εσωτερικό περιβάλλον του σώματος, βρίσκεται ακριβώς επάνω από την υπόφυση και ελέγχει και ρυθμίζει τη δραστηριότητα του αδένα αυτού.
Τύποι και ταξινόμηση των όγκων της υπόφυσης
Η πλειονότητα των όγκων που προκύπτουν στην περιοχή αυτή είναι αδενώματα της υπόφυσης και ευθύνονται για το 10% περίπου όλων των ενδοκρανιακών όγκων. Το «αδένωμα» είναι ένας καλοήθης επιθηλιακός όγκος με αδενική μορφή. Αδενώματα της υπόφυσης προκύπτουν σε ασθενείς όλων των ηλικιών και των δύο φύλων. Αν και είναι καλοήθη, ο ρυθμός εξέλιξής τους μπορεί να διαφέρει σημαντικά και ενδέχεται να καταστούν αρκετά μεγάλοι και να προσβάλλουν τους περιβάλλοντες ιστούς στη βάση του εγκεφάλου.
Κλασικώς, οι όγκοι διαιρούνταν με βάση την εμφάνισή τους μετά από καθορισμένη ιστολογική χρώση: σε χρωμόφοβα, οξεόφιλα, και βασεόφιλα αδενώματα. Το σύστημα αυτό έχει τώρα ευρέως αντικατασταθεί από κατηγορίες με βάση τους τύπους των κυττάρων του όγκου και την ορμονική τους λειτουργία. Το μέγεθος του όγκου έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για την ταξινόμηση των όγκων. Μικροαδενώματα είναι όγκοι η διάμετρος των οποίων δεν υπερβαίνει τα 10mm ενώ εκείνα μεγαλύτερου μεγέθους είναι μακροαδενώματα. Οι λειτουργικού (εκκριτικοί) όγκοι είναι οι όγκοι εκείνοι που παράγουν επαρκείς ορμόνες ώστε να προκύψουν κλινικά συμπτώματα. Συχνά αυτοί είναι μικροαδενώματα και μπορεί να είναι δύσκολο να αποδειχθούν ακτινολογικά. Εξάλλου, τα περισσότερα μακροαδενώματα είναι μη λειτουργικοί όγκοι (μη εκκριτικοί ή που εκκρίνουν ανεπαρκή επίπεδα ορμονών).
Η συχνότητα των όγκων της υπόφυσης είναι αυξημένη σε ένα οικογενές σύνδρομο, την πολλαπλή ενδοκρινή νεοπλασία τύπου (ΜΕΝ Ι), η οποία κληρονομείται κατά τρόπο αυτοσωμικής επικράτησης. Το σύνδρομο αυτό επίσης σχετίζεται με όγκους των κυττάρων των νησιδίων του παγκρέατος και υπερπαραθυρεοειδισμό.
Συμπτώματα
Οι όγκοι της υποφύσεως εκδηλώνονται κατά πολλούς τρόπους. Όσοι σχετίζονται με υπερέκκριση μιας ή περισσότερων ορμονών της υπόφυσης καταλήγουν σε σύνδρομα που οδηγούν στην ανακάλυψή τους. Στους όγκους που δεν εκκρίνονται ορμόνες, ο εντοπισμός τους συνήθως ακολουθεί μια αργή, σταθερή εξέλιξη συμπτωμάτων μόλις είναι αρκετά μεγάλοι ώστε να παράγουν διαταραχές της οράσεως, πονοκεφάλους, ανεπάρκειες των ορμονών της υπόφυσης ή/και συμπίεση άλλων ζωτικών δομών στην περιοχή. Μπορεί να προκαλέσουν αιφνίδια έναρξη πονοκεφάλων ή απώλειας οράσεως λόγω αιμορραγίας ή νέκρωσης του όγκου (κατάσταση γνωστή ως αποπληξία της υπόφυσης). Σπανίως, όταν φτάσουν σε ένα πολύ μεγάλο μέγεθος και διαβρώνονται μέσω των οστών των παρακείμενων κόλπων, εγκεφαλονωτιαίο υγρό μπορεί να τρέξει από τη μύτη ή να πέσει στο πίσω μέρος του λαιμού. Το υγρό αυτό βρίσκεται εντός και περιβάλλει τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό και φυσιολογικά περιέχεται εντός της σκληράς μήνιγγος, του σκληρού ινώδους καλύμματος του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Λειτουργικοί όγκοι
Οι λειτουργικοί όγκοι – εκείνοι που παράγουν υπερέκκριση ορμονών της υποφύσεως – αποτελούν το 75% των αδενωμάτων της υπόφυσης. Αυτοί περιλαμβάνουν:
- Κυτταρικά αδενώματα της αυξητικής ορμόνης (GH)
- Κυτταρικά αδενώματα προλακτίνης (PRL) (προλακτινώματα)
- Μικτά αδενώματα GH και PRL
- Αδενώματα κυττάρων που εκκρίνουν ACTH
- Αδενώματα θυρεοειδότροπων (TRH) κυττάρων
- Αδενώματα γοναδότροπων (LSH) και ωοθυλακιοτρόπων (FSH)
40-50% από αυτά είναι προλακτινώματα, 12-25% εκκρίνουν GΗ, και τα δενώματα που εκκρίνουν ACTH αποτελούν το 5% των αδενωμάτων της υπόφυσης. Τα αδενώματα TRH και LSH/ FSH είναι σπάνια.
Τα προλακτινώματα συχνά προκαλούν σύνδρομα αμηνόρροιας/γαλακτόρροιας στις γυναίκες, όπου η εμμηνορρυσία σταματά ή καθίσταται πολύ ακανόνιστη και ο μαστός αρχίζει να παράγει γάλα, αντιστοίχως. Συχνά προκαλούν ανικανότητα στους άνδρες. Μπορεί να προκαλέσει στειρότητα και στα δύο φύλα.
Αδενώματα που παράγουν ACTH προκύπτουν με πολλά συμπτώματα λόγω της υπερέκκρισης φλοιεπινεφριδιότροπου ορμόνης ACTH (νόσος του Cushing). ¶τομα με αυτή τη νόσο μπορεί να αναπτύξουν αυξημένη εναπόθεση λίπους στον κορμό, το πρόσωπο, τον αυχένα και στις κλείδες. Επίσης μπορεί να έχουν μεγάλη τριχοφυΐα, να γίνουν διαβητικοί, να αναπτύξουν περιοχές υπερμελάγχρωσης (λόγω διασταυρούμενης δραστικότητας της ACTH με τα μελανοκύτταρα του σώματος που παράγουν μελάγχρωση, γνωστό ως σύνδρομο Nelson), ή να γίνουν υπερτασικοί.
Αδενώματα που παράγουν GΗ προκαλούν ακρομεγαλία σε ενηλίκους και γιγαντισμό στα παιδιά. Σημεία ακρομεγαλίας είναι αυξημένο μέγεθος χεριών και ποδιών, διογκούμενο πηγούνι και γλώσσα, νεοεμφανισθέν προεξέχον φρύδι, πονοκέφαλοι, πόνοι των αρθρώσεων και υπερβολική εφίδρωση.
Το υπόλοιπο 25% των αδενωμάτων της υποφύσεως είναι λειτουργικώς σιωπηρά. Μπορεί να είναι όγκοι ειδικών κυτταρικών τύπων, αλλά η ορμονική τους παραγωγή είναι κλινικώς ασήμαντη. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, αυτοί συνήθως εμφανίζονται με συμπίεση των περιβαλλουσών δομών. Συνήθης είναι η διαταραχή της οράσεως λόγω προσβολής του οπτικού νεύρου, που συνήθως έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της περιφερικής όρασης και των δύο οφθαλμών του ασθενούς ενώ η κεντρική όραση διατηρείται. Η υπόφυση η ίδια μπορεί να είναι κατεσταλμένη από την εγγενή μάζα και να προκαλεί ανεπάρκειες των ορμονών της υπόφυσης. Τα άτομα μπορεί να αναπτύξουν υποθυρεοειδισμό (δυσανεξία στο κρύο, τραχείς τρίχες, αύξηση βάρους), υποαδρεναλινισμό (εύκολη κόπωση), υπογοναδισμό (αμηνόρροια, απώλεια της λίμπιντο, στειρότητα), ή πιθανώς διαβήτη (υπερβολική ούρηση). Η μάζα επίσης μπορεί να πιέζει το μάτι ή τους μυς και τα νεύρα που ελέγχουν το μάτι, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα πρόπτωση ή διπλωπία.
Διάγνωση
Η ενδοκρινολογική αξιολόγηση είναι απολύτως απαραίτητη προκειμένου να προσδιορισθεί ο τύπος του όγκου της υπόφυσης και ποιο είναι το καλύτερο θεραπευτικό πλάνο για τον δεδομένο όγκο. Μερικές φορές, ιατρική θεραπεία μόνο ενδείκνυται για έναν όγκο και σε άλλες περιπτώσεις απαιτείται χειρουργική εκτομή. Και στις δύο περιπτώσεις, η θεραπεία συχνά καταλήγει σε έλεγχο του όγκου και όχι στην ίασή του.
Αξονική τομογραφία (CT) ή μαγνητική τομογραφία (MRI) με σκιαγραφικό επίσης απαιτείται για την αξιολόγηση των όγκων της υπόφυσης. Η μαγνητική τομογραφία υπερέχει της αξονικής, ειδικότερα σε μεγάλους όγκους και στην αξιολόγηση τυχόν υποτροπής.
Θεραπεία
Η θεραπεία των όγκων της υπόφυσης απαιτεί την συντονισμένη φροντίδα ενός νευροχειρουργού και νευροενδοκρινολόγου. Η πρόωρη παρέμβαση παρέχει την καλύτερη πιθανότητα ίασης ή ελέγχου του όγκου των συστηματικών του επιδράσεων.
Η μοναδική θέση του αδένα της υπόφυσης εν σχέσει προς τους κόλπους της ρινικής κοιλότητας επιτρέπει την αφαίρεση των όγκων που προκύπτουν στην περιοχή αυτή μέσω ενός αριθμού χειρουργικών προσπελάσεων. Ο νευροχειρουργός μπορεί να χρησιμοποιήσει μια διασφηνοειδή προσπέλαση, εκμεταλλευόμενος τη θέση της υπόφυσης στο πίσω μέρος των ρινικών κοιλοτήτων. Προσεγγίζοντας είτε πάνω από τη γραμμή των ούλων είτε μέσω της ρινός, ο νευροχειρουργός χρησιμοποιεί το χειρουργικό μικροσκόπιο για να αφαιρέσει τον όγκο μέσω μιας μικράς οπής στο οπίσθιο τοίχωμα των σφηνοειδών κόλπων. Αυτή είναι η συνηθέστερη τακτική. Σε περίπτωση μεγάλων όγκων της υπόφυσης που δεν μπορούν να αφαιρεθούν με ασφάλεια μέσω της διασφηνοειδούς προσπέλασης, γίνεται κρανιοτομή στο πρόσθιο μέρος ή στην πλευρά του κρανίου που επιτρέπει την άμεση πρόσβαση στην περιοχή της υπόφυσης από ενδοκρανιακή προσπέλαση με τη χρήση ελαφράς ανύψωσης του εγκεφάλου και στη συνέχεια μικροχειρουργική εκτομή.
Ακτινοθεραπεία δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως ρουτίνα για όγκους της υπόφυσης. Βλάβη στην υπόλοιπη υπόφυση λαμβάνει χώρα συχνά και μπορεί επίσης να προκαλέσει τύφλωση λόγω τραυματισμού των οπτικών νεύρων. Ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε εκτομή του όγκου τους παρακολουθούνται ετησίως με μαγνητική τομογραφία και τυχόν υποτροπές αντιμετωπίζονται με επανεγχείρηση. Οι ακτινοβολίες χρησιμοποιούνται για τους μη εκτμήσιμους όγκους που συνεχίζουν να μεγαλώνουν.
Όγκοι Επίφυσης
Σημεία και συμπτώματα: Τα συνηθέστερα συμπτώματα σχετίζονται με αποφρακτικό υδροκέφαλο (cerbr. Aqueduct). Το σύνδρομο Perinaud τυπικώς σημαίνει προσβολή του πετάλου του τετραδύμου, και δυσμετρία, υποτονία, και προσβολή του τρόμου κατά τις εκούσιες κινήσεις της παρεγκεφαλίδας. Μπορεί να δώσουν μεταστάσεις στο νωτιαίο μυελό ή την ιππουρίδα, και μπορεί λιγότερο συχνά να εμφανίζονται με πρόωρη ήβη και επιφυσιακή αποπληξία.
Χαρακτηριστικά: Οι όγκοι της επίφυσης συνιστούν το 0,4-1% όλων των ενδοκρανιακών όγκων. Είναι σπάνιοι και ποικίλλουν ευρέως ιστολογικά. Μπορεί να προέρχονται από επιφυσιακά παρεγχυματικά κύτταρα, υποστηρικτικούς ιστούς γύρω από τον αδένα, ή από μετατοπισμένα βλαστικά κύτταρα.
1. Προέλευση από βλαστικά κύτταρα:
- Γερμίνωμα (άτυπο τεράτωμα) (50%)
- Τεράτωμα
2. Όγκοι των παρεγχυματικών κυττάρων της επίφυσης (20%)
- Επιφυσίωμα
- Μέση Διαφοροποίηση
- Πινοκύτωμα
3. Όγκοι προέλευσης από νευρογλοιακά κύτταρα και άλλα κύτταρα.
4. Μη νεοπλασματικές κύστες και μάζες.
Επιφυσιώματα: Συνιστούν περίπου το 50% των παρεγχυματικών όγκων. Είναι βαθμού IV κατά WHO, και είναι οι συνηθέστεροι κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο δεκαετιών της ζωής. Εμφανίζουν υψηλή κυτταροβρίθεια (μιτωτικοί) και ιστολογικώς εμφανίζουν ρόδακες Homer – Wright. Υπάρχει εστιακή έκφραση του αντιγόνου –S της ρετινάλης, της συναπτοφυσίνης. Για τα επιφυσιώματα η μετάσταση σε άλλα μέρη του εγκεφάλου και τη σπονδυλική στήλη είναι η συνηθέστερη αιτία θανάτου. Τα ποσοστά επιβίωσης σε 1,3 και 5 χρόνια είναι 88%, 78% και 58% αντιστοίχως μετά από θεραπεία με διάφορους τρόπους.
Επιφυσιοκυτώματα: Ο όγκος αυτός αντιπροσωπεύει το 45% των παρεγχυματικών όγκων και είναι βαθμού ΙΙ κατά WHO. Η συχνότερη ηλικία εκδήλωσης είναι μεταξύ 25-35 ετών. Ιστολογικώς εμφανίζει ένα λοβωτό μοντέλο, μεγάλους ρόδακες, ακανόνιστους πυρήνες και διάχυτη χρώση με συναπτοφυσίνη. Οι μεταστάσεις είναι σπάνιες και το ποσοστό πενταετούς επιβίωσης είναι περίπου 86%.
Γερμινώματα (όγκοι των βλαστικών κυττάρων): το 90% εμφανίζεται σε ασθενείς κάτω των 20 ετών. Περισσότεροι από το 80% των όγκων των βλαστικών κυττάρων προκύπτουν στον αδένα της επίφυσης. Έχουν άφθονο διαφανές κυτταρόπλασμα, και δίνουν χρώση με Αλκαλική Φωσφατάση Πλακούντα (PLAP). Η ανοσόχρωση με b-HCG είναι επίσης χαρακτηριστική. Πλήρως διαφοροποιημένα στοιχεία.
Ώριμο τεράτωμα: Περιλαμβάνει πλήρως διαφοροποιημένα στοιχεία όπως αδένες/ / λείους μυς. Εμφανίζει AFP ανοσοσήμανση, και μπορεί να μετατραπεί σε κακοήθες Αδενοκαρκίνωμα εντερικού τύπου.
Δείκτες Ορού: